ερεθισμός

ερεθισμός
ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, -ατος
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση.
2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών.
3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου: Εξωτερικοί και εσωτερικοί ερεθισμοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρεθισμός — irritation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε …   Dictionary of Greek

  • ἐρεθισμοῖς — ἐρεθισμός irritation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοῖσι — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοῖσιν — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοί — ἐρεθισμός irritation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοῦ — ἐρεθισμός irritation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμούς — ἐρεθισμός irritation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμῶν — ἐρεθισμός irritation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμῷ — ἐρεθισμός irritation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”