- ερεθισμός
- ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, -ατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση.2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών.3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου: Εξωτερικοί και εσωτερικοί ερεθισμοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.